métis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | métis | métis |
θηλυκό | métisse | métisses |
Επίθετο
[επεξεργασία]métis (fr)
- o μιγάς
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | métis | métis |
θηλυκό | métisse | métisses |
métis (fr)