maçonnique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ma.sɔ.nik/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
maçonnique maçonniques

maçonnique (fr) αρσενικό ή θηλυκό