małżeństwo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | małżeństwo | małżeństwa |
γενική | małżeństwa | małżeństw |
δοτική | małżeństwu | małżeństwom |
αιτιατική | małżeństwo | małżeństwa |
οργανική | małżeństwem | małżeństwami |
τοπική | małżeństwu | małżeństwach |
κλητική | małżeństwo | małżeństwa |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mawˈʒɛ̃j̃stfɔ/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
małżeństwo (pl) ουδέτερο