mariée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- mariée < marier
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mariée | mariées |
mariée (fr)
- θηλυκό του marié, παντρεμένη
- une femme mariée - μία παντρεμένη γυναίκα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mariée | mariées |
mariée (fr) θηλυκό
- θηλυκό του marié, η παντρεμένη
- il a félicité la mariée - συγχάρηκε την παντρεμένη