matériel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- matériel < λατινική materialis
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ma.te.ʁjɛl/
- ⓘ
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | matériel | matériels |
θηλυκό | matérielle | matérielles |
matériel (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
matériel | matériels |
matériel (fr) αρσενικό
- το υλικό