matematicamente

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
matematicamente < επίθετο matematico + επίθημα -mente

Επίρρημα

[επεξεργασία]

matematicamente (it)

  1. χρησιμοποιώντας τα μαθηματικά
  2. (κατ’ επέκταση) ακριβώς, με μαθηματική ακρίβεια

Συγγενικά

[επεξεργασία]