mendiant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mendiant mendiants

mendiant (fr)

  1. αρσενικό ή θηλυκό ζητιάνος, επαίτης
  2. αρσενικό les quatre mendiants, (ή μόνο) mendiant(s): τέσσερις ξηροί καρποί που παρουσιάζονται σε δίσκο μαζί: αμύγδαλα, σταφίδες, σύκα, φουντούκια

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό mendiant mendiants
θηλυκό mendiante mendiantes

mendiant (fr)