merveille

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
merveille merveilles

merveille (fr) θηλυκό

  • θαύμα, κάτι πολύ όμορφο
    les aventures d'Alice au pays des merveilles - οι περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων