mess about
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | mess about |
γ΄ ενικό ενεστώτα | messes about |
αόριστος | messed about |
παθητική μετοχή | messed about |
ενεργητική μετοχή | messing about |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
mess about (en)