miś
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
miś (pl) αρσενικό
- το αρκουδάκι με τις έννοιες
- συνθετική γούνα
- (μεταφορικά σκωπτικό) για χοντρό και συνήθως βραδυκίνητο άντρα
- (αργκό) αστυνομικός
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- στην ονομαστική και κλητική του πληθυντικού παίρνει και την ειρωνική αρρενοπροσωπική μορφή misiowie κατά το pan-panowie