miniature

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
miniature miniatures

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

miniature (fr) θηλυκό

  1. διακοσμητικό αρχικό γράμμα ενός κεφαλαίου σε μεσαιωνικά χειρόγραφα
  2. η μινιατούρα, η μικρογραφία