molécule

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
molécule molécules

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

molécule (fr) θηλυκό