montre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
montre montres

montre (fr) θηλυκό

  1. το ρολόι (χεριού)
    ma montre est arrêtée / avance / retarde - το ρολόι μου έχει σταματήσει / πάει πίσω / πάει μπροστά

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]