morphological
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
morphological (en)
- μορφολογικός (σχετικός με τη μορφολογία σε επιστήμες όπως η βιολογία, η γεωλογία, η γλωσσολογία)
morphological (en)