motivate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | motivate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | motivates |
αόριστος | motivated |
παθητική μετοχή | motivated |
ενεργητική μετοχή | motivating |
Ρήμα[επεξεργασία]
motivate (en)
- κινώ, ωθώ, παρακινώ κάποιον σε μια πράξη ή ενέργεια, ο λόγος που συμβαίνει κάτι
- ↪ What motivated him to tell such a lie?
- Τι τον κίνησε να πει τέτοιο ψέμα;
- ↪ It is his ambition which motivates him.
- Εκείνο που τον ωθεί είναι η φιλοδοξία του.
- ↪ What motivated him to refuse?
- Τι τον παρακίνησε να αρνηθεί;
- ↪ What motivated him to tell such a lie?
- παρακινώ, δίνω το κίνητρο σε κάποιον να κάνει κάτι δύσκολο
- ↪ He motivated them to go on strike.
- Τους παρακίνησε να απεργήσουν.
- ↪ Nothing I said motivated him to help.
- Δεν τον παρακίνησε τίποτα από ό,τι είπα ώστε να βοηθήσει.
- ↪ He motivated them to go on strike.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- motivate - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 448-449, 656, 992. ISBN 9780194325684., λήμμα: κινώ, παρακινώ, ωθώ