mouthpiece

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
mouthpiece mouthpieces

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mouthpiece < mouth + piece

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mouthpiece (en)

  1. το στόμιο, μέρος οποιασδήποτε συσκευής που λειτουργεί μέσα ή κοντά στο στόμα
    snorkel with a silicone mouthpiece - αναπνευστήρας με στόμιο σιλικόνης
  2. το επιστόμιο, το στόμιο ενός μουσικού οργάνου
    the mouthpiece of the bassoon - το στόμιο του φαγκότου
  3. η στομίδα
  4. (μεταφορικά) το φερέφωνο