muscular

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός muscular
συγκριτικός more muscular
υπερθετικός most muscular

Επίθετο[επεξεργασία]

muscular (en)

  1. μυϊκός
  2. μυώδης
    Boxing athletes are muscular.
    Οι αθλητές της πυγμαχίας είναι μυώδεις.

Πηγές[επεξεργασία]