néologisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ne.o.lo.ʒi.sm/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
néologisme | néologismes |
néologisme (fr) αρσενικό