nef

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

nef < λατινική navis

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
nef nefs

nef (fr) αρσενικό

  1. πλοίο, σκάφος
  2. το κεντρικό κλίτος μιας εκκλησίας

Σύνθετα[επεξεργασία]