net
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
net (en) (χωρίς παραθετικά)
Επίρρημα[επεξεργασία]
net (en) (χωρίς παραθετικά)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
net | nets |
net (en)
- το δίκτυο
- ↪ The nets were tangled in the propeller.
- Μπλέχτηκαν τα δίχτυα στην προπέλα.
- ↪ The nets were tangled in the propeller.
- (the net, μόνο ενικός) τα δίκτυα, στα αθλήματα
- ↪ The soccer player put the ball in the net.
- Ο ποδοσφαιριστής έβαλε την μπάλα στα δίχτυα.
- ↪ The soccer player put the ball in the net.
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- net (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- net (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- net (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- net (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | net | nets |
θηλυκό | nette | nettes |
net (fr)
Επίρρημα[επεξεργασία]
net (fr)