niche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
niche niches

niche (fr) θηλυκό

  1. η διαβολιά, το πείραγμα
  2. η κόγχη (ενός τοίχου
  3. το σπιτάκι ενός σκύλου
  4. χώρος που έχει λειτουργική διάταξη

Αναγραμματισμοί[επεξεργασία]