nomination

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
nomination nominations

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

nomination (en)

  1. ο διορισμός, η ανάδειξη
  2. η υποψηφιότητα
    The movie earned 11 Oscar nominations.
    Η ταινία απέσπασε 11 υποψηφιότητες για Όσκαρ.
  3. η αναγόρευση, το χρίσμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /nɔ.mi.na.sjɔ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

nomination (fr) θηλυκό