norma

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

norma (en)

  1. πρότυπο



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
norma norme

norma (it)

  1. πρότυπο
  2. κανόνας , έθιμο



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

norma (la) πληθυντικός : normae

  1. κανόνας
  2. ο γνώμων όργανο ξυλουργού

Σύνθετα[επεξεργασία]