oślica
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oślica | oślice |
γενική | oślicy | oślic |
δοτική | oślicy | oślicom |
αιτιατική | oślicę | oślice |
οργανική | oślicą | oślicami |
τοπική | oślicy | oślicach |
κλητική | oślico | oślice |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
oślica (pl) θηλυκό
- η γαϊδούρα, το θηλυκό του γαϊδουριού