oil
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
oil | oils |
oil (en)
- (μη μετρήσιμο) το πετρέλαιο
- ↪ crude oil - ακάθαρτο πετρέλαιο
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το έλαιο, το λάδι
- ↪ I drizzled oil into the lock.
- Έσταξα λάδι στην κλειδαριά.
- ↪ I drizzled oil into the lock.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | oil |
γ΄ ενικό ενεστώτα | oils |
αόριστος | oiled |
παθητική μετοχή | oiled |
ενεργητική μετοχή | oiling |
oil (en)
- λαδώνω
- ↪ Oil the door, because it creaks.
- Λάδωσε την πόρτα, γιατί τρίζει.
- ↪ They’re oiling the pan so it doesn’t stick.
- Λαδώνουν το ταψί για να μην κολλάει.
- ↪ Oil my engine chain.
- Λάδωσέ μου την αλυσίδα της μηχανής.
- ↪ Oil the door, because it creaks.
Πηγές[επεξεργασία]
Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
oil αρσενικό
- → δείτε τη λέξη oeil