on time
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | on time |
συγκριτικός | more on time |
υπερθετικός | most on time |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɑːn ˈtaɪm/ (ΗΠΑ)
Επίθετο[επεξεργασία]
on time (en)
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
on time (en) (χωρίς παραθετικά)
- ακριβώς στην ώρα μου, πάνω στην ώρα
- ↪ I came to class right on time.
- Μπήκα στην τάξη ακριβώς πάνω στην ώρα.
- ↪ The train usually arrives on time and is hardly ever delayed.
- Το τρένο, συνήθως, φτάνει στην ώρα του και δεν καθυστερεί σχεδόν ποτέ.
- ↪ I came to class right on time.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
διαφορετικές σημασίες: