orgasme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

orgasme (af)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

orgasme (fr) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

orgasme (da)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

orgasme (jv)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

orgasme (id)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

orgasme (ca)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

orgasme (nn)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

orgasme (no)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

orgasme (nl)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

orgasme (su)