out of
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πρόθεση[επεξεργασία]
out of (en)
- από
- ↪ She let him free out of mercy.
- Τον άφησε ελεύθερο από οίκτο.
- ↪ She let him free out of mercy.