pénurie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pénurie pénuries

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pénurie (fr) θηλυκό