paliwo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paliwo | paliwa |
γενική | paliwa | paliw |
δοτική | paliwu | paliwom |
αιτιατική | paliwo | paliwa |
οργανική | paliwem | paliwami |
τοπική | paliwu | paliwach |
κλητική | paliwo | paliwa |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
paliwo (pl) ουδέτερο