panne
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
panne | pannes |
panne (fr) θηλυκό
Δείτε επίσης : Panne |
ενικός | πληθυντικός |
panne | pannes |
panne (fr) θηλυκό