pantalon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pantalon < ιταλική Pantalone (πρόσωπο της ιταλικής κωμωδίας)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɑ̃.ta.lɔ̃/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pantalon pantalons

pantalon (fr) αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]