parcimonie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /paʁ.si.mɔ.ni/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
parcimonie parcimonies

parcimonie (fr) θηλυκό