parliament
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
parliament | parliaments |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
parliament (en)
- (πολιτική) η Βουλή, το κοινοβούλιο
- ↪ It’s common knowledge that the prime minister will introduce a new law in parliament.
- Είναι κοινή γνώση πως ο πρωθυπουργός θα φέρει νέο νόμο στο κοινοβούλιο.
- ↪ It’s common knowledge that the prime minister will introduce a new law in parliament.