parliament

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
parliament parliaments

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

parliament (en)

  • (πολιτική) η Βουλή, το κοινοβούλιο
    It’s common knowledge that the prime minister will introduce a new law in parliament.
    Είναι κοινή γνώση πως ο πρωθυπουργός θα φέρει νέο νόμο στο κοινοβούλιο.

Πηγές[επεξεργασία]