parowanie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
parowanie < parować

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

parowanie (pl) ουδέτερο