participation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
participation participations

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

participation (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
participation participations

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

participation (fr) θηλυκό

  1. η συμμετοχή
  2. η προσέλευση

Συγγενικά[επεξεργασία]