passé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
passé (en)
- πασέ, ξεπερασμένος, εκτός μόδας, ντεμοντέ, αναχρονιστικός, οπισθοδρομικός, καθυστερημένος
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
passé (fr) αρσενικό
- το παρελθόν