pass around
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | pass around |
γ΄ ενικό ενεστώτα | passes around |
αόριστος | passed around |
παθητική μετοχή | passed around |
ενεργητική μετοχή | passing around |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
pass around (en)
- περνάει από χέρι σε χέρι, δίνω κάτι σε άλλο άτομο, που το δίνει σε κάποιον άλλο, κτλ. μέχρι να το δουν όλοι
- ↪ The photograph was passed around.
- Η φωτογραφία πέρασε από χέρι σε χέρι.
- ≈ συνώνυμα: hand around
- ↪ The photograph was passed around.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- pass round (ειδικά στα βρετανικά αγγλικά)
Πηγές[επεξεργασία]
- pass around - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ