patibulaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
patibulaire < λατινική patibulum (αγχόνη)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.ti.by.lɛʁ/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
patibulaire patibulaires

patibulaire (fr)

  1. που αφορά την αγχόνη
  2. σχετικός με κάποιον που μοιάζει να είναι κακοποιός
    Une mine patibulaire. Φάτσα κακοποιού.