peșteră
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- peșteră < σλαβικής προέλευσης peštera (βουλγαρικά) (πβ. (αρωμουνικά) bistiri̯áo, (νέα ελληνική) μπιστιριά)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
peșteră (ro) θηλυκό (πληθυντικός: peșteri)