pedale

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: pédale, pedal, pédal

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pedale < (κληρονομημένο) λατινική pedalis < pēs (πόδι, πούς)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pedale (it) αρσενικό (πληθυντικός: pedali)

  1. πεντάλ, πετάλι
  2. (μουσική) το πεντάλ μουσικού οργάνου
  3. (μουσική) η πεντάλ, τo ισοκράτημα της δυτικής πολυφωνίας

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • pedale στην ιταλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην ιταλική Βικιπαίδεια (αποσαφήνιση)