perfect

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός perfect
συγκριτικός more perfect
υπερθετικός most perfect

perfect (en)

  1. τέλειος, βέλτιστος, που έχει όλα όσα είναι απαραίτητα· πλήρης και χωρίς ελαττώματα ή αδυναμίες
    The organization of the business was perfect.
    Η οργάνωση της επιχείρησης ήταν τέλεια.
    This car is a perfect combination of advanced technology and low pricing.
    Αυτό το αυτοκίνητο είναι ένας τέλειος συνδυασμός προηγμένης τεχνολογίας και χαμηλής τιμής.
  2. τέλειος, απόλυτα σωστό και ακριβές
    The dress is a perfect fit.
    Το φόρεμα έχει τέλεια εφαρμογή.
    The student’s written exam is perfect.
    Το γραπτό του μαθητή είναι τέλειο.
  3. τέλειος, το καλύτερο στο είδος του
    He believed he had committed the perfect crime.
    Πίστευε ότι έκανε το τέλειο έγκλημα.
  4. τέλειος, πολύ καλό
    He became a perfect student.
    Έγινε τέλειος μαθητής.
  5. τέλειος, ακριβώς σωστό για κάποιον ή κάτι
    a perfect husband/wife - τέλειος/τέλεια σύζυγος
  6. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) τέλειος, απόλυτος και ολοκληρωτικός
    a perfect resemblance - τέλεια ομοιότητα
  7. στην γραμματική → δείτε τον όρο perfect tense

Παράγωγα[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας perfect
γ΄ ενικό ενεστώτα perfects
αόριστος perfected
παθητική μετοχή perfected
ενεργητική μετοχή perfecting

perfect (en)

  • τελειοποιώ
    I am perfecting my English.
    Τελειοποιώ τα αγγλικά μου.

Πηγές[επεξεργασία]



Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

perfect (ro)

  1. τέλειος

Επίρρημα[επεξεργασία]

perfect (ro)

  1. τέλεια