permafrost

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

permafrost < (permanent) perma- + frost (κυριολεκτικά: διαρκής πάγος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

permafrost (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

permafrost < άμεσο δάνειο από την αγγλική permafrost

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
permafrost permafrosts

permafrost (fr) αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]