permissivité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
permissivité permissivités

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

permissivité (fr) θηλυκό

  1. η ανεκτικότητα
  2. η ανοχή
  3. η ασυδοσία