personne

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

personne < λατινική persona

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɛʁ.sɔn/
 

Επίρρημα[επεξεργασία]

personne (fr)

  1. κάποιος
  2. κανένας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
personne personnes

personne (fr) θηλυκό

  1. το πρόσωπο, το άτομο