pharmacologie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pharmacologie pharmacologies

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pharmacologie (fr) θηλυκό