phase out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας phase out
γ΄ ενικό ενεστώτα phases out
αόριστος phased out
παθητική μετοχή phased out
ενεργητική μετοχή phasing out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
phase out < → δείτε τις λέξεις phase και out

phase out (en)