photographie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
photographie photographies

photographie (fr) θηλυκό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Στην καθομιλουμένη, λέγεται photo.

Συγγενικά[επεξεργασία]