piatto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | piatto | piatti |
θηλυκό | piatta | piatte |
piatto (it)
- επίπεδα μαξιλάρια
- (μεταφορικά) κάτι που δεν είναι ενδιαφέρων, βαρετό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
piatto | piatti |
piatto (it)
- πιάτο
- (μουσικό όργανο) πιάτο (κρουστό όργανο)