pierre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pierre | pierres |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pierre < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pierre (fr) θηλυκό
- η πέτρα, ο / η λίθος
- pierre précieuse : πολύτιμος λίθος